- ὑδαρές
- ὑδαρήςwaterymasc/fem voc sgὑδαρήςwateryneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπατίλη — και πατίλη, ἡ, Α 1. υδαρές αποπάτημα 2. αποπάτημα, κόπρος 3. μικρά κομμάτια, κοψίδια από δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα ίλη, που απαντά σε λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας (πρβλ. κον ίλη, μαρ ίλη). Η λ. με … Dictionary of Greek
μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… … Dictionary of Greek
εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… … Dictionary of Greek
εξυδαρώ — ἐξυδαρῶ, όω (AM) 1. καθιστώ υδαρές κάτι 2. διαλύω κάτι μέσα σε υγρό 3. καθιστώ ασθενέστερο κάτι … Dictionary of Greek
κομμιογραφία — Είδος υδατογραφίας, στην οποία χρησιμοποιείται ένα παρασκεύασμα που περιέχει, εκτός από τα συνηθισμένα υδατοχρώματα, νερουλό διάλυμα από αραβικό κόμμι και μέλι. Η κ. είναι γνωστή κυρίως με την ονομασία gouache. Βλ. λ. γκουάς. * * * η είδος… … Dictionary of Greek
κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… … Dictionary of Greek
οισπώτη — οἰσπώτη και οἰσπωτή, ἡ (Α) οίσπη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεων ο ) και β συνθετικό έναν αμάρτυρο τ. *σπωτη, η σύνδεση τού οποίου με τη λ. σπατίλη «υδαρές, υγρό περίττωμα» δεν… … Dictionary of Greek
ορόγαλα — το 1. το υδαρές υπόλειμμα τού γάλακτος μετά την αφαίρεση τού βουτύρου και τής τυρίνης, το τυρόγαλο 2. φρ. «ορόγαλα ηλιοτροπιούχο» θρεπτικό υπόστρωμα που χρησιμοποιείται στην καλλιέργεια τού βακτηριδίου τού τύφου και στη διάκρισή του από τα… … Dictionary of Greek
ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ρύπον — τὸ, Α το υδαρές υπόλλειμμα τού γάλακτος μετά την αφαίρεση τής τυρίνης και τού βουτύρου, το τυρόγαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος (τὸ) «κρούστα τυριού» κατά τα ουδ. σε ον] … Dictionary of Greek